Ρίνθων

Ρίνθων
Δραματικός ποιητής, που έζησε τον 4o-3o αι. Σύμφωνα με μια εκδοχή, καταγόταν από τις Συρακούσες, και κατά μία άλλη, από τον Τάραντα και ήταν γιος κεραμέα. Ο Ρ. είχε ειδικευτεί στις παρωδίες, ιδιαίτερα των αρχαίων μύθων, που αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο είδος δραματικής ποίησης, τη φλυακογραφία ή ιλαροτραγωδία. Ο Ρ. έγραψε 38 ιλαροτραγωδίες, αλλά δεν σώζονται παρά μόνο μερικά αποσπάσματα. Ο Ρ. χρησιμοποιούσε στα κείμενα του τη δωρική διάλεκτο του Τάραντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ринфон Тарентский — ( Ρίνθων) современник первого Птолемея, был основателем особого, развившегося из мима поэтического рода, так называемой гиларотрагедии (ίλαρο τραγωδία). Это были пьески в народном духе частью серьезного, частью вольного содержания, написанные на… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • РИНТОН —    • Rhinthon,          ΄Ρίνθων, изобретатель, так называемый Hilarotragoedia, считается одними сиракузцем, другими тарентинцем. Из его жизни нам известно, что он был сын горшечника и жил во время первого Птолемея (320 305 гг. до Р. X.). Он… …   Реальный словарь классических древностей

  • ιλαροτραγωδία — Θεατρικό είδος παρωδίας· η τραγωδία που έχει κωμική έκβαση. Μεταφορικά ι. λέγεται το γεγονός που έχει επίφαση τραγικότητας, αλλά στην ουσία του είναι κωμικό. Μία από τις πρώτες ι. ήταν και η Βατραχομυομαχία. Ωστόσο, μόνο από τα τέλη του 4ου αι. π …   Dictionary of Greek

  • σαπύλλειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαίνειν. Ρίνθων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, εκφραστικό παρ. σχηματισμένο από το ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω», κατ επίδραση τού σαπρός. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το ρ. θήπω «απατώ, εξαπατώ,… …   Dictionary of Greek

  • υστεακόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτήριον ποιόν. Ῥίνθων ἐν Ἡρακλεῑ» …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”